- τετραγωνίδιο(ν)
- τό1) небольшой четырёхугольник; 2) полигр, пробельный материал, пробел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετραγωνίδιο — το, Ν 1. μικρό τετράγωνο 2. (στην κλασική τυπογραφία) τετραγωνικό τεμάχιο μετάλλου το οποίο χρησιμοποιείται για συμπλήρωση τών γραμμών και είναι χαμηλότερο από τα στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνο + κατάλ. ίδιο (πρβλ. πλακ ίδιο). Η λ., στον λόγιο … Dictionary of Greek
τετραγωνίδιο — το 1. μικρό τετράγωνο, τετραγωνάκι. 2. στην τυπογραφία τετραγωνικό στοιχείο χαμηλότερο από τα άλλα για συμπλήρωση των γραμμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
τετράγωνο — το 1.παραλληλόγραμμο που έχει τις πλευρές του ίσες και τις γωνίες του ορθές. 2. τμήμα συνοικίας που ορίζεται από τέσσερις οδούς: Μένει στο παρακάτω τετράγωνο. 3. φρ., «τετράγωνο αριθμού», το γινόμενο του αριθμού αυτού επί τον εαυτό του. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)